- έποπτος
- ἔποπτος, -ον (Α)ορατός, καταφανής («τῆς Ἀππίας ὁδοῡ, ἀφ’ ἧς ἔποπτος ἥ τε θάλαττά ἐστι», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οπτός (< όπωπα «βλέπω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔποπτος — visible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποπτον — ἔποπτος visible masc/fem acc sg ἔποπτος visible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπόπτου — ἔποπτος visible masc/fem/neut gen sg ἐπόπτης overseer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποπτα — ἔποπτος visible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίοπτος — ἐπίοπτος, ον (ποιητ. τ. αντί έποπτος*) (Α) 1. θεατός, παρατηρούμενος 2. φανερός, ορατός … Dictionary of Greek
ԱՅՑԵԼՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0100 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c գ. Որ յայց ելանէ. այցելօղ. այցօղ. ἑπίσκοπος, ἑπόπτος inspector որպէս տեսուչ. վերատեսուչ. դիտօղ. վերակացու. ոստիկան. վրակեցու. ... *Եւ այս ստացուած ընչից նորա… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)